- μαυράδι
- τομικρή μαύρη κηλίδα, μαύρο σημάδι: Τι είναι αυτά τα μαυράδια πάνω στο βιβλίο;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαυράδι — το (Μ μαυράδι) μικρό μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα νεοελλ. φρ. «το μαυράδι τού ματιού» η κόρη τού ματιού μσν. καμένο μέρος («λοιπὸν πηγαίνω στὸ βουνὶν ὁπού ναι τὸ μαυράδι», Γαδ. διηγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. άδι (πρβλ. κοκκιν άδι)] … Dictionary of Greek
μαυρίδα — η μαυρίλα, μελανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μαυρίλα το δ ανομοιωτικώς ή κατ επίδραση τών μαυράδι, μαυρ(ε)ιδερός κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek